- νησῖδας
- νησίςisletfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Ιστορικό και Εθνολογικό Μάνης — Το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο της Μάνης στεγάζεται από το 1993 στον πύργο του στρατηγού του απελευθερωτικού αγώνα Τζανετάκη Γρηγοράκη, ο οποίος χτίστηκε το 1829 και πρόσφατα αναπαλαιώθηκε. Ο όμορφος αυτός πύργος δεσπόζει στη νησίδα Κρανάη ή… … Dictionary of Greek
Zakynthos (Stadt) — Stadtgemeinde Zakynthos Δήμος Ζακυνθίων (Ζάκυνθος) … Deutsch Wikipedia
εκάτη — I Θεότητα, η οποία, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν κόρη του τιτάνα Περσέα και της Αστερίας, αδελφής της Λητούς. Είχε υπό την προστασία της κάθε είδους δραστηριότητα και την επικαλούνταν οι λεχώνες, ενώ της προσέφεραν δείπνα (Ε. δείπνα) έξω από τις … Dictionary of Greek
κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… … Dictionary of Greek
καλόγηρος — I Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 180 μ.) της Σκοπέλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκοπέλου του νομού Μαγνησίας. II Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 39 μ.) του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται Ν του ακρωτηρίου Τουρκοβούνι και ΒΑ της νησίδας Δρακονέρα … Dictionary of Greek
καμάρι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 45 κάτ.) της Αμοργού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 325 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.… … Dictionary of Greek
λακκόλιθος — Στη γεωλογία, έτσι ονομάζεται σώμα διείσδυσης, που προέρχεται από την άνοδο ενός μάγματος, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε ένα σύστημα στρωμάτων πετρογραφικών σχηματισμών, προκαλώντας τον ισχυρό διαχωρισμό τους και πολλές φορές μια… … Dictionary of Greek
Αιγίλεια ή Αιγιλία — Αρχαία ονομασία μιας έρημης νησίδας του Ευβοϊκού κόλπου που βρίσκεται ανοιχτά της ακτής του Μαραθώνα, απέναντι από την πόλη Στύρα. Η σημερινή της ονομασία είναι Στούρα ή Στουρονήσι ή Μεγαλόνησος. Ο Ηρόδοτος (την ονομάζει «νήσον Στυρέων») αναφέρει … Dictionary of Greek
Αϊνού — Φυλή περίπου 20.000 ατόμων, που κατοικούν στα νησιά Χοκάιντο, Σαχαλίνη και Κουρίλες. Φυλετικά ανήκουν στους ευρωπίδες, δεν έχουν την πτυχή στα βλέφαρα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της κίτρινης φυλής και έχουν έθιμα αρκετά πρωτόγονα, όταν συγκρίνονται … Dictionary of Greek
Δεσποτικό — I Μικρό ακατοίκητο νησί των Κυκλάδων κοντά στην Αντίπαρο. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου του νομού Κυκλάδων. Έχει μέγιστο μήκος 5 χλμ. και μέγιστο πλάτος 3 χλμ. Η βόρεια ακτή του απολήγει στο ακρωτήριο Χάλικας και η νότια, που είναι … Dictionary of Greek